μετατάρσιο

μετατάρσιο
το
ανατ. το μέρος τού ποδιού που βρίσκεται μεταξύ τών δακτύλων και τού ταρσού και αποτελείται από πέντε μικρά οστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μετατάρσιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταρσομετατάρσιος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταρσό τού ποδιού και στο μετατάρσιο ταυτόχρονα 2. φρ. «ταρσομετατάρσια άρθρωση» ανατ. η άρθρωση μεταξύ τών οστών τού πρόσθιου στοίχου τού ταρσού και τών πέντε μεταταρσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ …   Dictionary of Greek

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • γόβα — η γυναικείο υπόδημα, ανοιχτό επάνω ώστε να καλύπτει μόνο το μετατάρσιο, με τακούνι, χωρίς κορδόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) goba] …   Dictionary of Greek

  • καύκαλο — το (ΑΜ καύκαλον, Μ και καύχαλον) νεοελλ. το όστρακο τής χελώνας και το κέλυφος τών οστρακοδέρμων, το καβούκι νεοελλ. μσν. κεφάλι, κρανίο μσν. 1. το άτομο 2. το ξεροψημένο πάνω μέρος τής πίτας ή τού ψωμιού 3. το πάνω μέρος τού υποδήματος που… …   Dictionary of Greek

  • μεταπόδιο — το ζωολ. τμήμα τού άκρου τών τετράποδων σπονδυλωτών που λέγεται μετακάρπιο, προκειμένου για το πρόσθιο, και μετατάρσιο προκειμένου για το οπίσθιο άκρο …   Dictionary of Greek

  • μετατάρσιος — α, ο 1. (ανατ. ζωολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μετατάρσιο 2. φρ. «μετατάρσια οστά» ανατ. πέντε μικρά επιμήκη οστά που αρθρώνονται μεταξύ τών ταρσικών οστών και τών δακτύλων τών κάτω άκρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + τάρσιος (< ταρσός… …   Dictionary of Greek

  • μεταταρσαλγία — Πόνος στο μετατάρσιο του ποδιού, που προκαλείται από βλάβη του υποκείμενου προστατευτικού ιστού ανάμεσα στα οστά και στο δέρμα. Συχνά είναι αποτέλεσμα άσκησης σε σκληρές επιφάνειες με παπούτσια που δεν παρέχουν αρκετή στήριξη. * * * η ιατρ. πόνος …   Dictionary of Greek

  • ιππίδες — Οικογένεια θηλαστικών η οποία περιέχει ένα μόνο γένος και εννιά είδη. Περιλαμβάνει τα άλογα, τα γαϊδούρια, τους ζέβρους και ορισμένα άλλα είδη του γένους Equus. Είναι μονοδάχτυλα ζώα, δηλαδή κάθε άκρο φέρει μόνο ένα πλήρες δάχτυλο, ενώ το τρίτο,… …   Dictionary of Greek

  • ποδόγονα — Τάξη αραχνόμορφων αρθρόποδων που, στα αρσενικά, ο ταρσός και το μετατάρσιο του τρίτου ζεύγους των ποδιών, έχει μετατραπεί σε όργανο σύζευξης …   Dictionary of Greek

  • πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”